ὑπερῴας

ὑπερῴας
ὑπερῴᾱς , ὑπερῴα
palate
fem acc pl
ὑπερῴᾱς , ὑπερῴα
palate
fem gen sg (doric aeolic)
ὑπερῴᾱς , ὑπερῴη
fem acc pl
ὑπερῴᾱς , ὑπερῴη
fem gen sg (doric aeolic)
ὑπερῴ̱ᾱς , ὑπερῷος
upper
fem acc pl
ὑπερῴ̱ᾱς , ὑπερῷος
upper
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • υπερώα — (Ανατ.). Ο θόλος του στόματος. Βλ. λ. στόμα. * * * η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α ανατ. η οροφή τού στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος νεοελλ. φρ. α) «σκληρά υπερώα» ανατ. το πρόσθιο τμήμα τής… …   Dictionary of Greek

  • моужикъ — МОУЖИК|Ъ (1*), А с. Нёбо: Чювьство сластъноѥ предѣлъ имѣѥть до мѹжика и до гортани, прешедъше же предѣлъ, нѣ разньства ˫адомомѹ, но всѧ равна ѣствѹ на гнои премѣнѧющю (μέχρι τῆς ὑπερῴας) Пч к. XIV, 80 об …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γαργαρεών — γαργαρεών, ο (AM) η επιγλωττίδα, η σταφυλή τής υπερώας αρχ. η τραχεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαρίζω. Πρόκειται για μεταρρηματικό τ. (πρβλ. ανθερεών)] …   Dictionary of Greek

  • κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • ουρανισκορραφία — η ιατρ. ένωση με ραφή τής διηρημένης σαρκώδους υπερώας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + ράπτω] …   Dictionary of Greek

  • οχιά — (vipera). Ονομασία ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των εχιδνιδών ή βιπεριδών. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και μερικά συγγενή γένη, που ζουν στον Παλιό Κόσμο. Οι διαστάσεις των φιδιών αυτών ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος, από 70 εκ. έως 2 …   Dictionary of Greek

  • παρίσθμιος — ια, ιο / παρίσθμιος, ία, ιον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά σε ισθμό και κυρίως κοντά στον Ισθμό τής Κορίνθου νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρίσθμια ανατ. τα πλάγια μέλη τής σαρκώδους υπερώας τού στόματος ανάμεσα στις παρίσθμιες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”